- ακαμωσιά
- η [ακάμωτος]1. το να είναι κάτι ακάμωτο, μισοτελειωμένο2. η αργία, η τεμπελιά3. μέρος τού χωραφιού που μένει ακαμάτευτο, που δεν τό οργώνουν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θολωσιά — η η ενέργεια τού θολώνω, το θόλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θολώνω (πρβλ. αγκυλωσιά, ακαμωσιά, μαλακωσιά)] … Dictionary of Greek